neben Griego

0 traducciones
Traducción Contexto Audio
ενεργό όχημα ή άμεση πηγή (π.χ. σκέψη, ενέργεια)
formal
🇪🇸 El neben de la energía es importante para el desarrollo sostenible
🇬🇷 Η ενεργή πηγή ενέργειας είναι σημαντική για την αειφόρο ανάπτυξη
🇪🇸 El neben de la idea llevó a una innovación
🇬🇷 Η άμεση πηγή της ιδέας οδήγησε σε μια καινοτομία
científico
παράγωγο ή επακόλουθο (σε γενικό πλαίσιο)
raro
🇪🇸 El neben de sus acciones fue la pérdida
🇬🇷 Το επακόλουθο των ενεργειών του ήταν η απώλεια
🇪🇸 El neben de la decisión fue un cambio radical
🇬🇷 Το επακόλουθο της απόφασης ήταν μια ριζική αλλαγή
literario
παράπλευρη ή δευτερεύουσα συνέπεια (σε καθημερινή χρήση)
común
🇪🇸 El neben de la tormenta fue la pérdida de energía eléctrica
🇬🇷 Το παράπλευρο της καταιγίδας ήταν η διακοπή ρεύματος
🇪🇸 El neben de su comentario fue un malentendido
🇬🇷 Το παράπλευρο του σχολίου του ήταν μια παρεξήγηση
uso cotidiano