navštevovať Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
επισκέπτομαι
común
🇪🇸 Voy a visitar a mi amigo
🇬🇷 Πηγαίνω να επισκεφθώ τον φίλο μου
🇪🇸 ¿Puedes visitarnos mañana?
🇬🇷 Μπορείς να μας επισκεφθείς αύριο;
|
uso cotidiano | |
|
επισκέπτομαι
común
🇪🇸 Se recomienda visitar el museo
🇬🇷 Συνίσταται να επισκεφθείτε το μουσείο
🇪🇸 La comunidad visita la iglesia los domingos
🇬🇷 Η κοινότητα επισκέπτεται την εκκλησία τις Κυριακές
|
formal | |
|
επισκεπτόμαι
raro
🇪🇸 El poeta visita sus recuerdos
🇬🇷 Ο ποιητής επισκέπτεται τις αναμνήσεις του
🇪🇸 El viajero visita tierras lejanas
🇬🇷 Ο ταξιδιώτης επισκέπτεται μακρινούς τόπους
|
literario | |
|
επισκέπτομαι
formal
🇪🇸 El técnico visita los equipos
🇬🇷 Ο τεχνικός επισκέπτεται τον εξοπλισμό
🇪🇸 La inspección visita las instalaciones
🇬🇷 Η επιθεώρηση επισκέπτεται τις εγκαταστάσεις
|
técnico |