lacking Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
λείπει
común
🇪🇸 Le falta algo
🇬🇷 Του λείπει κάτι
🇪🇸 Estoy lacking experience
🇬🇷 Είμαι lacking εμπειρία
|
uso cotidiano | |
|
έλλειψη
común
🇪🇸 The lacking of resources affected the project
🇬🇷 Η έλλειψη πόρων επηρέασε το έργο
🇪🇸 Lacking evidence made the case difficult
🇬🇷 Η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων δυσκόλεψε την υπόθεση
|
formal | |
|
στερείται
raro
🇪🇸 He is lacking confidence
🇬🇷 Αν στερείται αυτοπεποίθησης
🇪🇸 The manuscript is lacking originality
🇬🇷 Το χειρόγραφο στερείται πρωτοτυπίας
|
literario | |
|
ελλείπων
raro
🇪🇸 Lacking evidence led to acquittal
🇬🇷 Η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων οδήγησε σε αθώωση
🇪🇸 Lacking proper documentation is a legal issue
🇬🇷 Η έλλειψη κατάλληλης τεκμηρίωσης είναι νομικό ζήτημα
|
legal |