fusil Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El soldado llevaba un fusil
🇬🇷 Ο στρατιώτης κουβαλούσε ένα φεκούλι
🇪🇸 En la guerra, muchos usaban fusiles
🇬🇷 Στον πόλεμο, πολλοί χρησιμοποιούσαν φεκούλια
|
uso cotidiano | |
|
formal
🇪🇸 El fusil de asalto es un arma automática
🇬🇷 Το τυφέκιο μάχης είναι ένα αυτόματο όπλο
🇪🇸 El ejército adquirió fusiles automáticos
🇬🇷 Ο στρατός προμηθεύτηκε αυτόματα τυφέκια
|
técnico | |
|
común
🇪🇸 El cazador cargó su fusil
🇬🇷 Ο κυνηγός φόρτωσε την καραμπίνα του
🇪🇸 Para cazar, usé mi fusil
🇬🇷 Για το κυνήγι, χρησιμοποίησα την καραμπίνα μου
|
informal | |
|
común
🇪🇸 El fusil está restringido por la ley
🇬🇷 Το όπλο υπόκειται σε νομικούς περιορισμούς
🇪🇸 Poseer un fusil sin permiso es ilegal
🇬🇷 Το να έχεις όπλο χωρίς άδεια είναι παράνομο
|
legal |