enighed Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
ομοφωνία
común
🇪🇸 La enighed es fundamental en un equipo
🇬🇷 Η ομοφωνία είναι θεμελιώδης σε μια ομάδα
🇪🇸 Lograron la enighed en la reunión
🇬🇷 Κατάφεραν την ομοφωνία στη συνάντηση
|
formal | |
|
συμφωνία
común
🇪🇸 Hay enighed entre ellos
🇬🇷 Υπάρχει συμφωνία μεταξύ τους
🇪🇸 Finalmente lograron enighed sobre el proyecto
🇬🇷 Τελικά πέτυχαν συμφωνία σχετικά με το έργο
|
uso cotidiano | |
|
ενότητα
formal
🇪🇸 La enighed de la comunidad fue esencial para superar la crisis
🇬🇷 Η ενότητα της κοινότητας ήταν ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση της κρίσης
🇪🇸 Su historia refleja la enighed del país
🇬🇷 Η ιστορία της αντικατοπτρίζει την ενότητα της χώρας
|
literario | |
|
συμπόρευση
raro
🇪🇸 La enighed en las células es crucial para la función
🇬🇷 Η συμπόρευση των κυττάρων είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία
🇪🇸 Estudiamos la enighed molecular
🇬🇷 Μελετάμε τη συμπόρευση σε μοριακό επίπεδο
|
científico |