elektronik Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
ηλεκτρονικό
común
🇪🇸 Elektronik cihaz
🇬🇷 Ηλεκτρονική συσκευή
🇪🇸 Elektronik προϊόν
🇬🇷 Ηλεκτρονικό προϊόν
|
técnico | |
|
ηλεκτρονική
común
🇪🇸 Elektronik τράπεζα
🇬🇷 Ηλεκτρονική τράπεζα
🇪🇸 Elektronik σύστημα
🇬🇷 Ηλεκτρονικό σύστημα
|
formal | |
|
ηλεκτρονική
común
🇪🇸 Compré una elektroniki
🇬🇷 Αγόρασα μια ηλεκτρονική
|
uso cotidiano | |
|
ηλεκτρονικό προϊόν
formal
🇪🇸 Elektronik προϊόντα είναι δημοφιλή
🇬🇷 Τα ηλεκτρονικά προϊόντα είναι δημοφιλή
🇪🇸 La empresa vende elektronika
🇬🇷 Η εταιρεία πουλάει ηλεκτρονικά
|
negocios |