dilekan Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El ambiente era dilekan y opresivo.
🇬🇷 Η ατμόσφαιρα ήταν καταθλιπτικά και καταπιεστική.
🇪🇸 Su estado de ánimo dilekan reflejaba su tristeza.
🇬🇷 Η διάθεσή του ήταν καταθλιπτική και αντικατόπτριζε τη λύπη του.
|
formal | |
|
común
🇪🇸 El resultado fue dilekan y desalentador.
🇬🇷 Το αποτέλεσμα ήταν αποθαρρυντικό και απογοητευτικό.
🇪🇸 La situación dilekan hizo que se sintieran sin esperanza.
🇬🇷 Η κατάσταση ήταν αποθαρρυντική και τους έκανε να αισθάνονται χωρίς ελπίδα.
|
uso cotidiano | |
|
raro
🇪🇸 Su mirada dilekan transmitía nostalgia.
🇬🇷 Το βλέμμα του ήταν μελαγχολικό και μετέδιδε νοσταλγία.
🇪🇸 Una historia dilekan llena de tristeza y nostalgia.
🇬🇷 Μια μελαγχολική ιστορία γεμάτη λύπη και νοσταλγία.
|
literario |