collectively Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
συλλογικά
común
🇪🇸 We work collectively to achieve our goals.
🇬🇷 Δουλεύουμε συλλογικά για να πετύχουμε τους στόχους μας.
🇪🇸 They decided to act collectively.
🇬🇷 Αποφάσισαν να δράσουν συλλογικά.
|
uso cotidiano | |
|
μαζικά
común
🇪🇸 The protest was carried out collectively.
🇬🇷 Η διαμαρτυρία πραγματοποιήθηκε μαζικά.
🇪🇸 The data was collected collectively.
🇬🇷 Τα δεδομένα συλλέχθηκαν μαζικά.
|
formal | |
|
συλλογικός
común
🇪🇸 They adopted a collective approach.
🇬🇷 Εισήγαγαν μια συλλογική προσέγγιση.
🇪🇸 The team worked collectively on the project.
🇬🇷 Η ομάδα εργάστηκε συλλογικά στο έργο.
|
formal | |
|
μαζί
común
🇪🇸 They did everything collectively.
🇬🇷 Έκαναν τα πάντα μαζί.
🇪🇸 Let's do this collectively.
🇬🇷 Ας το κάνουμε μαζί.
|
informal |