capability Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
ικανότητα
común
🇪🇸 La capacidad de aprender rápidamente
🇬🇷 Η ικανότητα να μαθαίνεις γρήγορα
🇪🇸 Su capacidad para resolver problemas es admirable
🇬🇷 Η ικανότητά του να λύνει προβλήματα είναι αξιόλογη
|
formal | |
|
επιτελική ικανότητα
formal
🇪🇸 La capacidad de procesamiento del sistema
🇬🇷 Η επιτελική ικανότητα του συστήματος
🇪🇸 Este software tiene una capacidad de almacenamiento elevada
🇬🇷 Αυτή η λογική έχει υψηλή επιτελική ικανότητα
|
técnico | |
|
δυνατότητα
común
🇪🇸 Tienes la capacidad de hacerlo
🇬🇷 Έχεις τη δυνατότητα να το κάνεις
🇪🇸 Esta máquina tiene una gran capacidad
🇬🇷 Αυτή η μηχανή έχει μεγάλη δυνατότητα
|
uso cotidiano | |
|
ικανότητες
común
🇪🇸 Las capacidades del protagonista son impresionantes
🇬🇷 Οι ικανότητες του πρωταγωνιστή είναι εντυπωσιακές
🇪🇸 Desarrollar capacidades humanas
🇬🇷 Ανάπτυξη ανθρώπινων ικανοτήτων
|
literario |