bezigheid Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
ενασχόληση
común
🇪🇸 Su pasión por la pintura es su bezigheid.
🇬🇷 Το πάθος του για τη ζωγραφική είναι η ενασχόλησή του.
🇪🇸 Su trabajo como profesor es su bezigheid diaria.
🇬🇷 Η δουλειά του ως καθηγητής είναι η καθημερινή του ενασχόληση.
|
formal | |
|
δραστηριότητα
común
🇪🇸 Su bezigheid favorita es leer.
🇬🇷 Η αγαπημένη του δραστηριότητα είναι το διάβασμα.
🇪🇸 ¿Cuál es tu bezigheid en tu tiempo libre?
🇬🇷 Ποια είναι η δραστηριότητά σου στον ελεύθερό σου χρόνο;
|
uso cotidiano | |
|
ασχολία
informal
🇪🇸 ¿En qué estás bezigheid ahora?
🇬🇷 Τι ασχολία έχεις τώρα;
🇪🇸 Su bezigheid en el trabajo lo mantiene ocupado.
🇬🇷 Η ασχολία του στη δουλειά τον κρατά απασχολημένο.
|
coloquial | |
|
ενασχόληση
raro
🇪🇸 Su bezigheid en la vida es encontrar la belleza en lo cotidiano.
🇬🇷 Η ενασχόλησή του στη ζωή είναι να βρίσκει την ομορφιά στα καθημερινά.
🇪🇸 La bezigheid del poeta es explorar los sentimientos humanos.
🇬🇷 Η ενασχόληση του ποιητή είναι η εξερεύνηση των ανθρώπινων συναισθημάτων.
|
literario |