bagātība Griego

0 traducciones
Traducción Contexto Audio
πλούτος
común
🇪🇸 La bagātība de la familia es admirable
🇬🇷 Ο πλούτος της οικογένειας είναι αξιοθαύμαστος
🇪🇸 Su patrimonio refleja una gran bagātība
🇬🇷 Ο πλούτος της περιουσίας του αντικατοπτρίζει μεγάλη οικονομική ευμάρεια
formal
περιουσία
común
🇪🇸 Tiene una gran bagātība
🇬🇷 Έχει μεγάλη περιουσία
🇪🇸 La bagātība de esa ciudad es evidente
🇬🇷 Ο πλούτος αυτής της πόλης είναι εμφανής
uso cotidiano
εύπορος
raro
🇪🇸 Una persona de gran bagātība
🇬🇷 Ένα άτομο με μεγάλη ευπορία
🇪🇸 Su bagātība se reflejaba en su estilo de vida
🇬🇷 Ο πλούτος του αντανακλούσε στον τρόπο ζωής του
literario
πλούτος, πλουτισμός
formal
🇪🇸 El concepto de bagātība en economía
🇬🇷 Η έννοια του πλούτου στην οικονομία
🇪🇸 El estudio del pπλουτισμού económico
🇬🇷 Η μελέτη του οικονομικού πλουτισμού
técnico