armselig Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
απαρχαιωμένος/αξιόγειος
raro
🇪🇸 Su actitud armselige no inspiraba respeto.
🇬🇷 Η στάση του ήταν απαρχαιωμένη και δεν εμπνέει σεβασμό.
|
literario | |
|
αποτυχημένος/ανεπιτυχής
común
🇪🇸 Su intento fue armselige.
🇬🇷 Η προσπάθειά του ήταν αποτυχημένη.
|
uso cotidiano | |
|
ανίσχυρος/ανήμπορος
formal
🇪🇸 Su argumento fue armselige y sin fundamento.
🇬🇷 Η επιχειρηματολογία του ήταν ανίσχυρη και χωρίς βάση.
|
formal | |
|
ευτελής/αξιοθρήνητος
coloquial
🇪🇸 Esa excusa armselige no sirve para nada.
🇬🇷 Αυτή η δικαιολογία είναι αξιοθρήνητη και δεν αξίζει τίποτα.
|
jerga |