Chic Griego

0 traducciones
Traducción Contexto Audio
κομψός
común
🇪🇸 Ella siempre viste muy chic.
🇬🇷 Αυτή πάντα ντύνεται πολύ κομψά.
🇪🇸 Su estilo es muy chic y elegante.
🇬🇷 Το στυλ της είναι πολύ κομψό και εκλεπτυσμένο.
formal
μοδάτος
común
🇪🇸 Esa tienda tiene ropa muy chic.
🇬🇷 Αυτο το κατάστημα έχει πολύ μοδάτα ρούχα.
🇪🇸 Me gusta su estilo chic.
🇬🇷 Μου αρέσει το μοδάτο στυλ του.
uso cotidiano
στυλάτος
informal
🇪🇸 ¡Qué look más chic tienes!
🇬🇷 Τι στυλάτο look έχεις!
🇪🇸 Es muy chic con esa chaqueta.
🇬🇷 Είναι πολύ στυλάτος με αυτή τη ζακέτα.
jerga
κομψότητα
raro
🇪🇸 Su presencia irradia chic y sofisticación.
🇬🇷 Η παρουσία της ακτινοβολεί κομψότητα και εκλεπτυσμό.
🇪🇸 La elegancia y el chic son su marca registrada.
🇬🇷 Η κομψότητα και το στυλ είναι το σήμα κατατεθέν της.
literario