Anwalt Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
Δικηγόρος
común
🇪🇸 El abogado defendió a su cliente en el juicio
🇬🇷 Ο δικηγόρος υπεράσπισε τον πελάτη του στη δίκη
🇪🇸 Necesito un abogado para este asunto
🇬🇷 Χρειάζομαι έναν δικηγόρο για αυτό το θέμα
|
formal | |
|
Δικηγόρος
común
🇪🇸 El abogado presentó la demanda en la corte
🇬🇷 Ο δικηγόρος υπέβαλε την αγωγή στο δικαστήριο
🇪🇸 Contrataron un abogado para el caso
🇬🇷 Προσέλαβαν έναν δικηγόρο για την υπόθεση
|
legal | |
|
Σύμβουλος
informal
🇪🇸 Mi amigo es abogado y me ayuda con trámites
🇬🇷 Ο φίλος μου είναι δικηγόρος και με βοηθά με διαδικασίες
🇪🇸 ¿Conoces algún buen abogado?
🇬🇷 Ξέρεις κανέναν καλό δικηγόρο;
|
uso cotidiano | |
|
Δικηγόρος
común
🇪🇸 El abogado especializado en derecho penal
🇬🇷 Ο δικηγόρος ειδικός στο ποινικό δίκαιο
🇪🇸 Legal counsel reviewed the contract
🇬🇷 Ο νομικός σύμβουλος εξέτασε το συμβόλαιο
|
técnico |