කුඩා Griego
3 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
μικρός
común
🇪🇸 El niño es pequeño.
🇬🇷 Το παιδί είναι μικρό.
🇪🇸 Tengo una casa pequeña en el pueblo.
🇬🇷 Έχω ένα μικρό σπίτι στο χωριό.
|
uso cotidiano | |
|
μικρό παιδί
común
🇪🇸 El bebé es pequeño.
🇬🇷 Το μικρό παιδί είναι βρέφος.
🇪🇸 Los niños pequeños necesitan cuidados.
🇬🇷 Τα μικρά παιδιά χρειάζονται φροντίδα.
|
para niños | |
|
μικροσκοπικός
técnico
🇪🇸 Es un objeto pequeño y difícil de ver.
🇬🇷 Είναι ένα μικροσκοπικό αντικείμενο δύσκολο να το δεις.
🇪🇸 La bacteria es pequeña.
🇬🇷 Η βακτηρία είναι μικροσκοπική.
|
técnico |