эгоисти́чный Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 Es una persona muy egoísta.
🇬🇷 Είναι ένα πολύ εγωιστικό άτομο.
🇪🇸 No seas tan egoísta y comparte.
🇬🇷 Μη γίνεσαι τόσο εγωιστικός και μοίρασε.
|
lengua estándar | |
|
formal
🇪🇸 Su actitud egoísta causó problemas.
🇬🇷 Η εγωιστική του στάση προκάλεσε προβλήματα.
🇪🇸 Las personas egoístas a menudo no piensan en los demás.
🇬🇷 Οι εγωιστικοί άνθρωποι συχνά δεν σκέφτονται τους άλλους.
|
formal | |
|
común
🇪🇸 Su carácter egoísta lo llevó a la soledad.
🇬🇷 Ο εγωιστικός χαρακτήρας του τον οδήγησε στη μοναξιά.
🇪🇸 La novela describe a un protagonista egoísta y orgulloso.
🇬🇷 Το μυθιστόρημα περιγράφει έναν εγωιστικό και υπερήφανο πρωταγωνιστή.
|
literario | |
|
común
🇪🇸 No quiero ser egoísta, pero quiero lo que es mío.
🇬🇷 Δεν θέλω να είμαι εγωιστικός, αλλά θέλω αυτό που μου ανήκει.
🇪🇸 A veces, ser egoísta es necesario para protegerse.
🇬🇷 Μερικές φορές, το να είσαι εγωιστικός είναι απαραίτητο για να προστατευθείς.
|
uso cotidiano |