узурпи́ровать Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
καταλαμβάνω παράνομα
formal
🇪🇸 El grupo intentó usurpar el poder
🇬🇷 Η ομάδα προσπάθησε να καταλάβει παράνομα την εξουσία
🇪🇸 El dictador usurpó las prerrogativas del parlamento
🇬🇷 Ο δικτάτορας καταχράστηκε τις προνόμιες του κοινοβουλίου
|
legal | |
|
καταπατώ
raro
🇪🇸 El usurpador usurpó la gloria de otros
🇬🇷 Ο καταπατητής καταπάτησε τη δόξα των άλλων
🇪🇸 Los invasores usurparon las tierras antiguas
🇬🇷 Οι εισβολείς καταπάτησαν τα αρχαία εδάφη
|
literario | |
|
καταχρώμαι
formal
🇪🇸 El líder usurpa la confianza de sus seguidores
🇬🇷 Ο ηγέτης καταχράται την εμπιστοσύνη των υποστηρικτών του
🇪🇸 El poder fue usurpado por un dictador
🇬🇷 Η εξουσία καταχράστηκε από έναν δικτάτορα
|
formal | |
|
αρπάζω
común
🇪🇸 Los ladrones usurparon la tienda
🇬🇷 Οι κλέφτες αρπάζουν το κατάστημα
🇪🇸 El policía usurpó la atención de la multitud
🇬🇷 Ο αστυνομικός αρπάζει την προσοχή του πλήθους
|
uso cotidiano |