пшъашъэ Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
παράνοια
común
🇪🇸 La persona está en пшъашъэ debido a su situación mental.
🇬🇷 Το άτομο βρίσκεται σε παράνοια λόγω της ψυχικής του κατάστασης.
🇪🇸 Después de la lesión, sufrió пшъашъэ y no podía razonar claramente.
🇬🇷 Μετά τον τραυματισμό, υπέστη παράνοια και δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά.
|
uso cotidiano | |
|
confusión
común
🇪🇸 Su mente estaba en пшъашъэ durante la investigación.
🇬🇷 Το μυαλό του ήταν σε σύγχυση κατά τη διάρκεια της έρευνας.
🇪🇸 El testimonio del testigo mostraba пшъашъэ y desorientación.
🇬🇷 Η μαρτυρία του μάρτυρα έδειχνε σύγχυση και αποπροσανατολισμό.
|
formal | |
|
delirio
raro
🇪🇸 El poeta describe пшъашъэ en sus versos como un estado de ilusión.
🇬🇷 Ο ποιητής περιγράφει την παράνοια στους στίχους του ως κατάσταση αυταπάτης.
🇪🇸 La historia narra un episodio de пшъашъэ en la mente del protagonista.
🇬🇷 Η ιστορία αφηγείται ένα επεισόδιο παράνοιας στο μυαλό του πρωταγωνιστή.
|
literario |