по́мош Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
συμπαράσταση
común
🇪🇸 Él siempre ofrece βοήθεια a los amigos.
🇬🇷 Πάντα προσφέρει βοήθεια στους φίλους του.
🇪🇸 La mujer solicitó βοήθεια durante la emergencia.
🇬🇷 Η γυναίκα ζήτησε βοήθεια κατά τη διάρκεια της έκτακτης ανάγκης.
|
formal | |
|
βοήθεια
común
🇪🇸 ¿Puedes brindarme βοήθεια con esto?
🇬🇷 Μπορείς να μου δώσεις βοήθεια με αυτό;
🇪🇸 Necesito βοήθεια para resolver este problema.
🇬🇷 Χρειάζομαι βοήθεια για να λύσω αυτό το πρόβλημα.
|
uso cotidiano | |
|
συνδρομή
formal
🇪🇸 La εταιρεία ofrece συνδρομή para sus servicios.
🇬🇷 Η εταιρεία προσφέρει συνδρομή στις υπηρεσίες της.
🇪🇸 La βοήθεια técnica está disponible 24/7.
🇬🇷 Η τεχνική βοήθεια είναι διαθέσιμη 24/7.
|
técnico | |
|
αρωγή
raro
🇪🇸 En su obra, el autor expresa la αρωγή de la comunidad.
🇬🇷 Στο έργο του, ο συγγραφέας εκφράζει την αρωγή της κοινότητας.
🇪🇸 Su historia refleja la αρωγή de los personajes en momentos difíciles.
🇬🇷 Η ιστορία του αντικατοπτρίζει την αρωγή των χαρακτήρων σε δύσκολες στιγμές.
|
literario |