момок Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
μονοπάτι
común
🇪🇸 El niño siguió el μονοπάτι hasta la colina
🇬🇷 Το παιδί ακολούθησε το μονοπάτι μέχρι το λόφο
🇪🇸 Caminar por ese μονοπάτι es muy agradable
🇬🇷 Το περπάτημα σε αυτό το μονοπάτι είναι πολύ ευχάριστο
|
uso cotidiano | |
|
υποτίμηση
formal
🇪🇸 No debes μονοπάτι la importancia del trabajo
🇬🇷 Δεν πρέπει να υποτιμάς τη σημασία της εργασίας
🇪🇸 Su actitud muestra μονοπάτι hacia los demás
🇬🇷 Η στάση του δείχνει υποτίμηση προς τους άλλους
|
formal | |
|
απατηλό
raro
🇪🇸 Una promesa μονοπάτι falsa
🇬🇷 Μια υπόσχεση απατηλή
🇪🇸 Su sonrisa μονοπάτι engañosa
🇬🇷 Το χαμόγελό του είναι απατηλό
|
literario |