заробљеник Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
μισθωτός
común
🇪🇸 El заробљеник trabaja para pagar sus deudas.
🇬🇷 Ο μισθωτός εργάζεται για να πληρώσει τα χρέη του.
🇪🇸 Los заробљеник suelen ser empleados en empresas.
🇬🇷 Οι μισθωτοί συχνά είναι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις.
|
formal | |
|
εργαζόμενος
común
🇪🇸 El заробљеник en la fábrica trabaja muchas horas.
🇬🇷 Ο εργαζόμενος στο εργοστάσιο δουλεύει πολλές ώρες.
🇪🇸 Muchos заробљеник buscan empleo en la ciudad.
🇬🇷 Πολλοί εργαζόμενοι αναζητούν εργασία στην πόλη.
|
uso cotidiano | |
|
απλός εργαζόμενος
coloquial
🇪🇸 No es un jefe, solo un заробљеник.
🇬🇷 Δεν είναι αφεντικό, απλώς ένας εργαζόμενος.
🇪🇸 Los заробљеник en esa empresa no tienen muchas ventajas.
🇬🇷 Οι απλοί εργαζόμενοι σε αυτήν την εταιρεία δεν έχουν πολλά προνόμια.
|
coloquial | |
|
μισθωτός εργάτης
formal
🇪🇸 El заробљеник en la construcción necesita seguir normas de seguridad.
🇬🇷 Ο μισθωτός εργάτης στην κατασκευή πρέπει να ακολουθεί τους κανόνες ασφαλείας.
🇪🇸 Los заробљеник en la industria requieren contratos claros.
🇬🇷 Οι μισθωτοί εργαζόμενοι στη βιομηχανία απαιτούν σαφή συμβόλαια.
|
técnico |