еле́н Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
Ελένη
común
🇪🇸 Ella se llama Elena
🇬🇷 Το όνομά της είναι Ελένη
🇪🇸 La historia de Elena es muy famosa
🇬🇷 Η ιστορία της Ελένης είναι πολύ γνωστή
|
uso cotidiano | |
|
Ελένη
común
🇪🇸 La obra de teatro 'Elen'
🇬🇷 Το έργο 'Ελένη'
🇪🇸 La novela clásica Elena
🇬🇷 Το κλασικό μυθιστόρημα 'Ελένη'
|
literario | |
|
αλύπητος, ανυπόφορος
informal
🇪🇸 Este lugar es really елен
🇬🇷 Αυτός ο τόπος είναι πραγματικά ελένη
🇪🇸 La situación se volvió елен
🇬🇷 Η κατάσταση έγινε ανυπόφορη
|
informal | |
|
ενοχλητικός, δυσάρεστος
coloquial
🇪🇸 Me siento елен en esa reunión
🇬🇷 Νιώθω ενοχλημένος σε αυτή τη συνάντηση
🇪🇸 Su actitud es елен
🇬🇷 Η στάση του είναι δυσάρεστη
|
coloquial |