zdecydowanie Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
αποφασιστικότητα
común
🇪🇸 Su decisión fue tomada con decisión
🇬🇷 Η απόφασή του λήφθηκε με αποφασιστικότητα
🇪🇸 Su actitud refleja decisión y determinación
🇬🇷 Η στάση του αντικατοπτρίζει αποφασιστικότητα και αποφασιστικότητα
|
formal | |
|
καθαρά
común
🇪🇸 Él habló claramente
🇬🇷 Μιλούσε καθαρά
🇪🇸 Debemos actuar con decisión
🇬🇷 Πρέπει να ενεργήσουμε με καθαρά
|
uso cotidiano | |
|
αποφασιστικά
formal
🇪🇸 La empresa actuó con decisión
🇬🇷 Η εταιρεία ενήργησε αποφασιστικά
🇪🇸 El juez habló con decisión
🇬🇷 Ο δικαστής μίλησε αποφασιστικά
|
legal | |
|
καταφατικά
raro
🇪🇸 La respuesta fue afirmativa con decisión
🇬🇷 Η απάντηση ήταν καταφατικά αποφασιστική
🇪🇸 El equipo mostró una postura decidida
🇬🇷 Η ομάδα επέδειξε μια αποφασιστική στάση
|
técnico |