werk Griego

0 traducciones
Traducción Contexto Audio
δουλειά
común
🇪🇸 ¿Tienes mucho werk hoy?
🇬🇷 Έχεις πολλή δουλειά σήμερα;
🇪🇸 Estoy buscando werk.
🇬🇷 Ψάχνω για δουλειά.
uso cotidiano
εργασία
común
🇪🇸 Su trabajo es muy importante.
🇬🇷 Η εργασία σου είναι πολύ σημαντική.
🇪🇸 El werk requiere mucha dedicación.
🇬🇷 Η εργασία απαιτεί μεγάλη αφοσίωση.
formal
εργασία
formal
🇪🇸 El werk en ingeniería es especializado.
🇬🇷 Η εργασία στη μηχανική είναι εξειδικευμένη.
🇪🇸 El nuevo werk requiere conocimientos técnicos.
🇬🇷 Η νέα εργασία απαιτεί τεχνικές γνώσεις.
técnico
δουλειά
informal
🇪🇸 ¿Vas a buscar werk?
🇬🇷 Θες να πας να βρεις δουλειά;
🇪🇸 Este werk está genial.
🇬🇷 Αυτή η δουλειά είναι τέλεια.
jerga