tuổi+già Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
ηλικία
común
🇪🇸 Mi edad es 70 años.
🇬🇷 Η ηλικία μου είναι 70 ετών.
🇪🇸 La vejez es una etapa natural de la vida.
🇬🇷 Η γήρανση είναι ένα φυσικό στάδιο της ζωής.
|
uso cotidiano | |
|
γεράματα
raro
🇪🇸 En la literatura, los personajes a menudo enfrentan los desafíos de los γεράματα.
🇬🇷 Στη λογοτεχνία, οι χαρακτήρες συχνά αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις των γεραμάτων.
🇪🇸 La historia describe la sabiduría que viene con τα γεράματα.
🇬🇷 Η ιστορία περιγράφει τη σοφία που έρχεται με τα γεράματα.
|
literario | |
|
ηλικιωμένος
común
🇪🇸 El hombre anciano caminaba lentamente.
🇬🇷 Ο ηλικιωμένος άντρας περπατούσε αργά.
🇪🇸 Se ofrecen servicios especiales para personas ηλικιωμένες.
🇬🇷 Προσφέρονται ειδικές υπηρεσίες για ηλικιωμένους.
|
formal | |
|
παλιά
informal
🇪🇸 Esa bicicleta es muy antigua.
🇬🇷 Αυτή η ποδήλατο είναι πολύ παλιά.
🇪🇸 Mi abuela tiene un libro muy παλιά.
🇬🇷 Η γιαγιά μου έχει ένα πολύ παλιό βιβλίο.
|
coloquial |