tame Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
εκπαιδευμένο
común
🇪🇸 He tamed the wild horse
🇬🇷 Τεράστισε το άγριο άλογο
🇪🇸 The animal was tamed over time
🇬🇷 Το ζώο εκπαιδεύτηκε με την πάροδο του χρόνου
|
formal | |
|
ήρεμος
común
🇪🇸 He became tame after the training
🇬🇷 Έγινε ήρεμος μετά την εκπαίδευση
🇪🇸 The dog is quite tame
🇬🇷 Ο σκύλος είναι αρκετά ήρεμος
|
uso cotidiano | |
|
καταπιεσμένος
raro
🇪🇸 His spirit was tamed by hardship
🇬🇷 Το πνεύμα του καταπιέστηκε από τις δυσκολίες
🇪🇸 The wild spirit was tamed by life
🇬🇷 Το άγριο πνεύμα καταπιέστηκε από τη ζωή
|
literario | |
|
εκπαιδεύω
común
🇪🇸 They are trying to tame the wild animal
🇬🇷 Προσπαθούν να εκπαιδεύσουν το άγριο ζώο
🇪🇸 Taming is essential for training animals
🇬🇷 Ο εκπαιδευτικός χειρισμός είναι απαραίτητος για την εκπαίδευση ζώων
|
técnico |