shirte Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
πουκάμισο
común
🇪🇸 I bought a new shirt yesterday.
🇬🇷 Αγόρασα καινούριο πουκάμισο χθες.
🇪🇸 She is wearing a red shirt.
🇬🇷 Φοράει ένα κόκκινο πουκάμισο.
|
uso cotidiano | |
|
ένδυμα
formal
🇪🇸 The shirt is made of cotton.
🇬🇷 Το ένδυμα είναι φτιαγμένο από βαμβάκι.
🇪🇸 He wore a formal shirt to the meeting.
🇬🇷 Φόρεσε ένα επίσημο ένδυμα στη συνάντηση.
|
formal | |
|
πουλόβερ
informal
🇪🇸 It's cold, I need a shirt.
🇬🇷 Κάνει κρύο, χρειάζομαι ένα πουλόβερ.
🇪🇸 He bought a new shirt for the winter.
🇬🇷 Αγόρασε ένα νέο πουλόβερ για τον χειμώνα.
|
coloquial | |
|
ένδυμα
raro
🇪🇸 The shirt was elegant and refined.
🇬🇷 Το ένδυμα ήταν κομψό και διακριτικό.
🇪🇸 In his novel, the character wears a distinctive shirt.
🇬🇷 Στο μυθιστόρημά του, ο χαρακτήρας φοράει ένα διακριτικό ένδυμα.
|
literario |