riffel Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
ριφλέ
común
🇪🇸 El riffel es una parte del arma
🇬🇷 Το ριφλέ είναι μέρος του όπλου
🇪🇸 En el arma, el riffel es crucial para la precisión
🇬🇷 Στο όπλο, το ριφλέ είναι ζωτικής σημασίας για την ακρίβεια
|
técnico | |
|
καλούπι
formal
🇪🇸 El riffel se usaba en la fabricación de moldes
🇬🇷 Το καλούπι χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή καλουπιών
🇪🇸 Los ingenieros diseñaron un nuevo riffel para la producción
🇬🇷 Οι μηχανικοί σχεδίασαν ένα νέο καλούπι για την παραγωγή
|
formal | |
|
κατάδυση
común
🇪🇸 El riffel en el mar es emocionante
🇬🇷 Η κατάδυση στη θάλασσα είναι συναρπαστική
🇪🇸 Me gusta hacer riffel en la piscina
🇬🇷 Μου αρέσει να κάνω καταδύσεις στην πισίνα
|
uso cotidiano | |
|
απότομη αλλαγή
informal
🇪🇸 El riffel en la historia fue inesperado
🇬🇷 Η απότομη αλλαγή στην ιστορία ήταν απροσδόκητη
🇪🇸 Su vida dio un riffel después del accidente
🇬🇷 Η ζωή του έκανε μια απότομη αλλαγή μετά το ατύχημα
|
coloquial |