raison Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
λόγος
común
🇪🇸 La razón de su ausencia es importante
🇬🇷 Ο λόγος της απουσίας του είναι σημαντικός
🇪🇸 Necesitamos una razón válida
🇬🇷 Χρειαζόμαστε μια έγκυρη αιτία
|
formal | |
|
αίτιο
común
🇪🇸 La causa del experimento
🇬🇷 Η αιτία του πειράματος
🇪🇸 El motivo de la investigación
🇬🇷 Ο λόγος της έρευνας
|
científico | |
|
αυτοκρατορία
raro
🇪🇸 La razón y la pasión
🇬🇷 Η αυτοκρατορία και το πάθος
🇪🇸 El tiempo de razón
🇬🇷 Ο χρόνος της αυτοκρατορίας
|
literario | |
|
εξήγηση
común
🇪🇸 Dame una razón para hacerlo
🇬🇷 Δώσε μου μια εξήγηση για να το κάνω
🇪🇸 No tengo una razón clara
🇬🇷 Δεν έχω μια σαφή εξήγηση
|
uso cotidiano |