personal Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
προσωπικό
común
🇪🇸 El personal del hotel es muy amable
🇬🇷 Το προσωπικό του ξενοδοχείου είναι πολύ ευγενικό
🇪🇸 Necesitamos contratar más personal
🇬🇷 Χρειαζόμαστε να προσλάβουμε περισσότερο προσωπικό
|
formal | |
|
προσωπικός
común
🇪🇸 Es un asunto personal
🇬🇷 Είναι ένα προσωπικό ζήτημα
🇪🇸 Tiene asuntos personales que atender
🇬🇷 Έχει προσωπικά θέματα να φροντίσει
|
contextAdjective | |
|
άτομο
común
🇪🇸 Hay varias personas en la sala
🇬🇷 Υπάρχουν πολλά άτομα στην αίθουσα
🇪🇸 No conozco a esa persona
🇬🇷 Δεν γνωρίζω αυτό το άτομο
|
uso cotidiano | |
|
προσωπικότητα
raro
🇪🇸 Su personalidad es muy fuerte
🇬🇷 Η προσωπικότητά του είναι πολύ δυνατή
🇪🇸 La personalidad del personaje es compleja
🇬🇷 Η προσωπικότητα του χαρακτήρα είναι πολύπλοκη
|
literario |