nhân+viên Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
υπάλληλος
común
🇪🇸 El empleado trabaja en la oficina
🇬🇷 Ο υπάλληλος εργάζεται στο γραφείο
🇪🇸 Necesitamos más empleados
🇬🇷 Χρειαζόμαστε περισσότερους υπαλλήλους
|
formal | |
|
εργαζόμενος
común
🇪🇸 Los empleados están en la reunión
🇬🇷 Οι εργαζόμενοι είναι στη συνεδρίαση
🇪🇸 El empleado entregó el informe
🇬🇷 Ο εργαζόμενος παρέδωσε την αναφορά
|
uso cotidiano | |
|
υπάλληλος (στον τομέα του τουρισμού/εξυπηρέτησης)
común
🇪🇸 El empleado en el hotel es muy amable
🇬🇷 Ο υπάλληλος στο ξενοδοχείο είναι πολύ ευγενικός
🇪🇸 Los empleados del restaurante trabajan duro
🇬🇷 Οι υπάλληλοι του εστιατορίου δουλεύουν σκληρά
|
negocios | |
|
υπάλληλος (σε ιατρικό πλαίσιο)
común
🇪🇸 El empleado del hospital atendió al paciente
🇬🇷 Ο υπάλληλος του νοσοκομείου εξυπηρέτησε τον ασθενή
🇪🇸 Los empleados sanitarios trabajan en turnos
🇬🇷 Οι υγειονομικοί υπάλληλοι εργάζονται σε βάρδιες
|
médico |