muskit Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
μουσκίτ
común
🇪🇸 Compré un muskit para la playa
🇬🇷 Έχω αγοράσει μουσκίτ για την παραλία
🇪🇸 El muskit es muy útil en verano
🇬🇷 Το μουσκίτ είναι πολύ χρήσιμο το καλοκαίρι
|
uso cotidiano | |
|
μαστίχα
común
🇪🇸 El muskit se fabrica a partir de resinas
🇬🇷 Το μουσκίτ κατασκευάζεται από ρητίνες
🇪🇸 La masticación de muskit es común en algunas regiones
🇬🇷 Η μάσηση του μουσκίτ είναι συνηθισμένη σε ορισμένες περιοχές
|
formal | |
|
μυρωδικό φυτό
raro
🇪🇸 El muskit es una planta aromática
🇬🇷 Το μουσκίτ είναι ένα αρωματικό φυτό
🇪🇸 Estudios muestran las propiedades del muskit
🇬🇷 Μελέτες δείχνουν τις ιδιότητες του μουσκίτ
|
científico | |
|
pequeño objeto decorativo
raro
🇪🇸 Lleva un muskit en la mochila
🇬🇷 Έχει ένα μουσκίτ στη τσάντα του
🇪🇸 Ese muskit es muy bonito
🇬🇷 Αυτό το μουσκίτ είναι πολύ όμορφο
|
jerga |