maternité Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
μητρότητα
común
🇪🇸 La maternité es un concepto importante en la sociedad.
🇬🇷 Η μητρότητα αποτελεί σημαντική έννοια στην κοινωνία.
🇪🇸 El centro de maternidad ofrece servicios especializados.
🇬🇷 Το κέντρο μητρότητας προσφέρει εξειδικευμένες υπηρεσίες.
|
formal | |
|
μητρότητα
común
🇪🇸 La novela aborda temas de maternidad y amor.
🇬🇷 Το μυθιστόρημα πραγματεύεται θέματα μητρότητας και αγάπης.
🇪🇸 La maternidad en la literatura refleja la vida y los valores.
🇬🇷 Η μητρότητα στη λογοτεχνία αντικατοπτρίζει τη ζωή και τις αξίες.
|
literario | |
|
κυοφορία
formal
🇪🇸 La maternité también se refiere al período de embarazo.
🇬🇷 Η κυοφορία αναφέρεται επίσης στη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
🇪🇸 La atención durante la maternité es esencial para la salud de la madre y el bebé.
🇬🇷 Η φροντίδα κατά την περίοδο της κυοφορίας είναι ουσιώδης για την υγεία της μητέρας και του μωρού.
|
médico | |
|
τέκνο
raro
🇪🇸 El término maternité también puede referirse a los hijos en un sentido poético.
🇬🇷 Ο όρος μητρότητα μπορεί επίσης να αναφέρεται στα παιδιά με ποιητικό τρόπο.
🇪🇸 En la literatura, maternité puede simbolizar la creación y la vida.
🇬🇷 Στη λογοτεχνία, η μητρότητα μπορεί να συμβολίζει τη δημιουργία και τη ζωή.
|
literario |