linear Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
ευθύγραμμος
común
🇪🇸 La línea es lineal
🇬🇷 Η γραμμή είναι ευθύγραμμη
🇪🇸 El análisis lineal es fundamental en matemáticas
🇬🇷 Ο γραμμικός αναλυτικός είναι θεμελιώδης στα μαθηματικά
|
formal | |
|
γραμμικός
común
🇪🇸 Diseño lineal
🇬🇷 Γραμμικός σχεδιασμός
🇪🇸 Modelos lineales en estadística
🇬🇷 Γραμμικά μοντέλα στη στατιστική
|
técnico | |
|
γραμμικός
común
🇪🇸 La función es lineal
🇬🇷 Η συνάρτηση είναι γραμμική
🇪🇸 Análisis lineal en física
🇬🇷 Γραμμική ανάλυση στη φυσική
|
científico | |
|
γραμμικός
común
🇪🇸 Una relación lineal
🇬🇷 Μια γραμμική σχέση
🇪🇸 Su pensamiento sigue un patrón lineal
🇬🇷 Η σκέψη του ακολουθεί μια γραμμική πορεία
|
uso cotidiano |