lười+biếng Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
τεμπέλης
común
🇪🇸 Él es muy perezoso para trabajar.
🇬🇷 Αυτός είναι πολύ τεμπέλης στο να δουλεύει.
|
uso cotidiano | |
|
αργός
común
🇪🇸 Su actitud es lenta y perezosa.
🇬🇷 Η συμπεριφορά του είναι αργή και τεμπέλικη.
|
formal | |
|
αδιαφορώντας
informal
🇪🇸 No quiere hacer nada, solo se la pasa siendo perezoso.
🇬🇷 Δεν θέλει να κάνει τίποτα, απλώς περνάει αδιαφορώντας.
|
coloquial | |
|
τεμπέλικος
raro
🇪🇸 El personaje es un hombre perezoso y complaciente.
🇬🇷 Ο χαρακτήρας είναι ένας τεμπέλικος και ικανοποιητικός άνθρωπος.
|
literario |