krytykować Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
κρίνω αρνητικά
común
🇪🇸 Él suele krytykować las películas
🇬🇷 Αυτός συχνά κρίνει αρνητικά τις ταινίες
🇪🇸 No me gusta que krytykować a los demás
🇬🇷 Δεν μου αρέσει να κρίνω τους άλλους αρνητικά
|
formal | |
|
επαινέω αρνητικά
raro
🇪🇸 El autor fue krytykować su propia obra
🇬🇷 Ο συγγραφέας επέκρινε αρνητικά το έργο του
🇪🇸 El crítico siempre krytykować las obras nuevas
🇬🇷 Ο κριτικός πάντα επικρίνει αρνητικά τα νέα έργα
|
literario | |
|
καταδικάζω
formal
🇪🇸 El tribunal decidió krytykować la conducta
🇬🇷 Το δικαστήριο αποφάσισε να καταδικάσει τη συμπεριφορά
🇪🇸 Se krytykować acciones ilegales
🇬🇷 Καταδικάζονται παράνομες ενέργειες
|
legal |