korrigieren Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 Necesito korrigieren mi trabajo
🇬🇷 Χρειάζομαι να διορθώσω τη δουλειά μου
🇪🇸 El profesor korrigiert die Prüfungen
🇬🇷 Ο καθηγητής διορθώνει τις εξετάσεις
|
formal | |
|
raro
🇪🇸 El autor korrigierte su manuscrito
🇬🇷 Ο συγγραφέας επιμελήθηκε το χειρόγραφό του
🇪🇸 El editor korrigiert el texto
🇬🇷 Ο επιμελητής επιμελείται το κείμενο
|
literario | |
|
formal
🇪🇸 El programador korrigiert el código
🇬🇷 Ο προγραμματιστής ελέγχει και διορθώνει τον κώδικα
🇪🇸 El técnico korrigiert die Messdaten
🇬🇷 Ο τεχνικός ελέγχει και διορθώνει τα δεδομένα
|
técnico | |
|
común
🇪🇸 Tengo que korrigieren la ventana
🇬🇷 Πρέπει να επισκευάσω το παράθυρο
🇪🇸 El mecánico korrigiert la avería
🇬🇷 Ο μηχανικός επισκευάζει τη βλάβη
|
uso cotidiano |