kiistää Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
αμφισβητώ
común
🇪🇸 Él kiistää τα γεγονότα
🇬🇷 Αυτός αμφισβητεί τα γεγονότα
🇪🇸 No quiero kiistää tu opinión
🇬🇷 Δεν θέλω να αμφισβητήσω τη γνώμη σου
|
formal | |
|
αρνούμαι
común
🇪🇸 Ella kiistää την ευθύνη
🇬🇷 Αυτή αρνείται την ευθύνη
🇪🇸 Οι φίλοι kiistää το σχέδιο
🇬🇷 Οι φίλοι αρνούνται το σχέδιο
|
uso cotidiano | |
|
απορρίπτω
común
🇪🇸 El jurado kiistää την κατηγορία
🇬🇷 Η έδρα απορρίπτει την κατηγορία
🇪🇸 Ο καθηγητής kiistää την υπόθεση
🇬🇷 Ο καθηγητής απορρίπτει την υπόθεση
|
formal | |
|
αμφισβητώ
común
🇪🇸 La teoría kiistää τα δεδομένα
🇬🇷 Η θεωρία αμφισβητεί τα δεδομένα
🇪🇸 Οι ερευνητές kiistää τα αποτελέσματα
🇬🇷 Οι ερευνητές αμφισβητούν τα αποτελέσματα
|
científico |