keurajeuën Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
θάρρος
común
🇪🇸 Él mostró mucho keuraje en la situación
🇬🇷 Αυτός επέδειξε πολύ θάρρος στην κατάσταση
🇪🇸 Necesitas keuraje para hablar en público
🇬🇷 Χρειάζεσαι θάρρος για να μιλήσεις δημόσια
|
uso cotidiano | |
|
αυτοπεποίθηση
común
🇪🇸 Su keuraje le ayudó a superar el miedo
🇬🇷 Η αυτοπεποίθησή του τον βοήθησε να ξεπεράσει το φόβο
🇪🇸 La confianza en uno mismo requiere keuraje
🇬🇷 Η αυτοπεποίθηση απαιτεί θάρρος
|
formal | |
|
θάρρος
común
🇪🇸 El héroe mostró un gran keuraje en la batalla
🇬🇷 Ο ήρωας επέδειξε μεγάλο θάρρος στη μάχη
🇪🇸 La historia está llena de personajes con mucho keuraje
🇬🇷 Η ιστορία είναι γεμάτη χαρακτήρες με πολύ θάρρος
|
literario |