kännissä Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
αίσθηση απόλυτης γνώσης
común
🇪🇸 Él tiene kännissä de la situación
🇬🇷 Αυτός είναι κέννις για την κατάσταση
🇪🇸 Su conocimiento de la materia está en kännissä
🇬🇷 Οι γνώσεις του πάνω στο θέμα είναι κέννις
|
formal | |
|
αίσθηση σιγουριάς ή αυτοπεποίθησης
común
🇪🇸 Ella tiene kännissä en sus habilidades
🇬🇷 Αυτή έχει κέννις στις δεξιότητές της
🇪🇸 Estoy en kännissä de que puedo hacerlo
🇬🇷 Είμαι κέννις ότι μπορώ να το κάνω
|
uso cotidiano | |
|
αίσθηση απόλυτης γνώσης ή εμπειρίας
raro
🇪🇸 El personaje muestra kännissä en su experiencia
🇬🇷 Ο χαρακτήρας δείχνει κέννις στην εμπειρία του
🇪🇸 La novela refleja un estado de kännissä
🇬🇷 Το μυθιστόρημα αντικατοπτρίζει μια κατάσταση κέννις
|
literario |