joyo Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
χαρά
común
🇪🇸 Estoy lleno de joyo
🇬🇷 Είμαι γεμάτος χαρά
🇪🇸 Siento mucho joyo por la noticia
🇬🇷 Νιώθω μεγάλη χαρά για τα νέα
|
uso cotidiano | |
|
ευτυχία
común
🇪🇸 Su alegría era contagiosa
🇬🇷 Η ευτυχία του ήταν μεταδοτική
🇪🇸 La joyo que sentía al ver a su familia era inmensa
🇬🇷 Η ευτυχία που ένιωθε βλέποντας την οικογένειά του ήταν απερίγραπτη
|
formal | |
|
χαρά
común
🇪🇸 La joyo en su mirada era evidente
🇬🇷 Η χαρά στο βλέμμα της ήταν εμφανής
🇪🇸 Sus poemas expresan joyo y esperanza
🇬🇷 Τα ποιήματά του εκφράζουν χαρά και ελπίδα
|
literario | |
|
ευχαρίστηση
formal
🇪🇸 El joyo en la experiencia sensorial
🇬🇷 Η ευχαρίστηση στην αισθητηριακή εμπειρία
🇪🇸 Se refiere al placer o satisfacción
🇬🇷 Αναφέρεται στην ευχαρίστηση ή ικανοποίηση
|
técnico |