indaba Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
κοινόχρηστος χώρος
común
🇪🇸 La casa tiene una indaba en la entrada
🇬🇷 Το σπίτι έχει έναν κοινόχρηστο χώρο στην είσοδο
🇪🇸 El edificio comparte una indaba con otros vecinos
🇬🇷 Το κτίριο μοιράζεται έναν κοινόχρηστο χώρο με άλλους γείτονες
|
uso cotidiano | |
|
συμβούλιο ή συνάντηση κοινότητας
formal
🇪🇸 La indaba se realizó para discutir asuntos comunitarios
🇬🇷 Η συμβούλιο πραγματοποιήθηκε για να συζητήσει ζητήματα της κοινότητας
🇪🇸 La indaba de la asociación tuvo lugar ayer
🇬🇷 Η συνεδρίαση της ένωσης πραγματοποιήθηκε χθες
|
formal | |
|
συζήτηση ή διαπραγμάτευση
raro
🇪🇸 La indaba entre los líderes fue tensa
🇬🇷 Η συζήτηση μεταξύ των ηγετών ήταν τεταμένη
🇪🇸 La indaba fue crucial para resolver el conflicto
🇬🇷 Η διαπραγμάτευση ήταν ζωτικής σημασίας για την επίλυση της σύγκρουσης
|
literario | |
|
συμβούλιο ή συνέλευση (παλαιότερο ή επίσημο ύφος)
arcaico
🇪🇸 La indaba se convocó por la autoridad
🇬🇷 Ορίστηκε από την αρχή μια συμβούλιο
🇪🇸 La indaba de la comunidad se realizó en el ayuntamiento
🇬🇷 Η συνέλευση της κοινότητας πραγματοποιήθηκε στο δημαρχείο
|
legal |