idolophu Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
ídolo
común
🇪🇸 El pueblo veneraba su ídolo
🇬🇷 Ο λαός λατρεύε το είδωλο του
🇪🇸 El artista creó un ídolo para su escultura
🇬🇷 Ο καλλιτέχνης δημιούργησε ένα είδωλο για το άγαλμά του
|
formal | |
|
ειδωλολατρία
formal
🇪🇸 La idolophía puede ser peligrosa
🇬🇷 Η ειδωλολατρία μπορεί να είναι επικίνδυνη
🇪🇸 Estudiamos la historia de la idolophu en la religión antigua
🇬🇷 Μελετάμε την ιστορία της ειδωλολατρίας στην αρχαία θρησκεία
|
académico | |
|
αυτοπροσωποποίηση
raro
🇪🇸 La idea de la idolophu en la poesía
🇬🇷 Η ιδέα της αυτοπροσωποποίησης στη ποίηση
🇪🇸 El poeta crea una idolophu con sus metáforas
🇬🇷 Ο ποιητής δημιουργεί μια ειδωλολατρία με τις μεταφορές του
|
literario | |
|
είδωλο
común
🇪🇸 Muchos admiran su ídolo
🇬🇷 Πολλοί θαυμάζουν το είδωλό του
🇪🇸 El niño adoraba su ídolo de cartón
🇬🇷 Το παιδί λατρεύε το είδωλο από χαρτόνι
|
uso cotidiano |