işsiz Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
Άνεργος
común
🇪🇸 Él está desempleado ahora
🇬🇷 Αυτήν την εποχή είναι άνεργος
🇪🇸 She lost her job and is unemployed
🇬🇷 Απώλεσε τη δουλειά της και είναι άνεργη
|
uso cotidiano | |
|
Ανέγγιχτος
raro
🇪🇸 El hombre quedó desempleado tras la crisis
🇬🇷 Ο άνδρας έμεινε χωρίς δουλειά μετά την κρίση
🇪🇸 The unemployed struggled to find work
🇬🇷 Οι άνεργοι αγωνίστηκαν να βρουν εργασία
|
literario | |
|
Χωρίς εργασία
común
🇪🇸 Many people are unemployed during the recession
🇬🇷 Πολλοί άνθρωποι είναι άνεργοι κατά τη διάρκεια της ύφεσης
🇪🇸 Unemployment rates have risen
🇬🇷 Οι δείκτες ανεργίας έχουν αυξηθεί
|
formal | |
|
Ανεργία
común
🇪🇸 The law addresses unemployment issues
🇬🇷 Ο νόμος αντιμετωπίζει ζητήματα ανεργίας
🇪🇸 Government programs aim to reduce unemployment
🇬🇷 Τα προγράμματα της κυβέρνησης στόχο έχουν τη μείωση της ανεργίας
|
legal |