dursto Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El material es duro
🇬🇷 Το υλικό είναι σκληρό
🇪🇸 La superficie dura resistió el impacto
🇬🇷 Η σκληρή επιφάνεια αντέδρασε στην πρόσκρουση
|
formal | |
|
común
🇪🇸 Es un reloj duro que no se rompe fácilmente
🇬🇷 Είναι ένα ανθεκτικό ρολόι που δεν σπάει εύκολα
🇪🇸 Este tejido es muy duro
🇬🇷 Αυτό το ύφασμα είναι πολύ ανθεκτικό
|
uso cotidiano | |
|
común
🇪🇸 Su carácter duro lo hizo respetado
🇬🇷 Ο σκληρός χαρακτήρας του τον έκανε σεβαστό
🇪🇸 La tierra dura resistió la excavación
🇬🇷 Η σκληρή γη αντέστησε στην εκσκαφή
|
literario | |
|
técnico
🇪🇸 El acero duro requiere herramientas especializadas
🇬🇷 Το σκληρό ατσάλι απαιτεί εξειδικευμένα εργαλεία
🇪🇸 El concreto duro es resistente
🇬🇷 Το σκληρό μπετόν είναι ανθεκτικό
|
técnico |