divulguer Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El científico divulgó los resultados del estudio
🇬🇷 Ο επιστήμονας διαδόσε τα αποτελέσματα της έρευνας
🇪🇸 La universidad divulgó su investigación
🇬🇷 Το πανεπιστήμιο διαδόσε την έρευνά του
|
formal | |
|
común
🇪🇸 Ella divulga información en las redes sociales
🇬🇷 Αυτή διαδόσε πληροφορίες στα κοινωνικά δίκτυα
🇪🇸 Se divulgó la noticia rápidamente
🇬🇷 Η είδηση διαδόσε γρήγορα
|
uso cotidiano | |
|
común
🇪🇸 El profesor divulgó la lección
🇬🇷 Ο δάσκαλος εξηγούσε το μάθημα
🇪🇸 El libro divulga conceptos complejos
🇬🇷 Το βιβλίο εξηγεί σύνθετες έννοιες
|
informal | |
|
raro
🇪🇸 El autor divulgó secretos antiguos
🇬🇷 Ο συγγραφέας αποκάλυψε αρχαία μυστικά
🇪🇸 La obra divulga verdades ocultas
🇬🇷 Το έργο αποκαλύπτει κρυφές αλήθειες
|
literario |