contenção Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
αυστηρός έλεγχος
común
🇪🇸 La contención de gastos es fundamental en la gestión financiera
🇬🇷 Ο αυστηρός έλεγχος δαπανών είναι θεμελιώδης στη χρηματοοικονομική διαχείριση
🇪🇸 La contención de la expansión de la empresa fue necesaria
🇬🇷 Ο έλεγχος της επέκτασης της εταιρείας ήταν απαραίτητος
|
formal | |
|
αποφυγή υπερβολικής συμπεριφοράς
común
🇪🇸 Debió tener contención para no enojarse
🇬🇷 Έπρεπε να έχει αυτοέλεγχο για να μην θυμώσει
🇪🇸 La contención emocional es importante en momentos de estrés
🇬🇷 Ο αυτοέλεγχος είναι σημαντικός σε στιγμές στρες
|
uso cotidiano | |
|
επιβολή περιορισμών
formal
🇪🇸 La contención de un virus requiere medidas estrictas
🇬🇷 Η επιβολή περιορισμών σε έναν ιό απαιτεί αυστηρά μέτρα
🇪🇸 Se implementaron medidas de contención en el brote
🇬🇷 Εφαρμόστηκαν μέτρα επιβολής περιορισμών στην επιδημία
|
técnico | |
|
ελεγχόμενη συμπεριφορά
raro
🇪🇸 El héroe mostró contención en sus acciones
🇬🇷 Ο ήρωας επέδειξε ελεγχόμενη συμπεριφορά στις ενέργειές του
🇪🇸 La novela explora temas de contención y pasión
🇬🇷 Το μυθιστόρημα εξερευνά θέματα ελέγχου και πάθους
|
literario |