confidence Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 I have confidence in his abilities.
🇬🇷 Έχω εμπιστοσύνη στις ικανότητές του.
🇪🇸 Building confidence is important for students.
🇬🇷 Η οικοδόμηση εμπιστοσύνης είναι σημαντική για τους μαθητές.
🇪🇸 She spoke with confidence.
🇬🇷 Μίλησε με αυτοπεποίθηση.
|
uso cotidiano | |
|
común
🇪🇸 He needs more self-confidence to succeed.
🇬🇷 Χρειάζεται περισσότερη αυτοπεποίθηση για να πετύχει.
🇪🇸 Confidence is key in leadership roles.
🇬🇷 Η αυτοπεποίθηση είναι κλειδί στους ρόλους ηγεσίας.
🇪🇸 Her confidence grew after the training.
🇬🇷 Η αυτοπεποίθησή της αυξήθηκε μετά την εκπαίδευση.
|
formal | |
|
formal
🇪🇸 He put his trust in her confidence.
🇬🇷 Έβαλε την πίστη του στην εμπιστοσύνη της.
🇪🇸 A story of faith and confidence.
🇬🇷 Μια ιστορία πίστης και εμπιστοσύνης.
🇪🇸 Her confidence in the cause was unwavering.
🇬🇷 Η πίστη της στον σκοπό ήταν αμετάκλητη.
|
literario | |
|
común
🇪🇸 Her confidence in her faith sustained her.
🇬🇷 Η πίστη της στη θρησκεία τη διατήρησε.
🇪🇸 Religious confidence can be a source of strength.
🇬🇷 Η θρησκευτική πίστη μπορεί να είναι πηγή δύναμης.
|
contextReligious |