caused+by Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 The damage caused by the storm was extensive.
🇬🇷 Οι ζημιές που προκλήθηκαν από την καταιγίδα ήταν εκτεταμένες.
🇪🇸 Many health issues are caused by pollution.
🇬🇷 Πολλά προβλήματα υγείας προκαλούνται από τη ρύπανση.
|
formal | |
|
común
🇪🇸 The cause of the malfunction is unknown.
🇬🇷 Η αιτία της δυσλειτουργίας είναι άγνωστη.
🇪🇸 Identifying the cause of the problem is crucial.
🇬🇷 Ο εντοπισμός της αιτίας του προβλήματος είναι ζωτικής σημασίας.
|
técnico | |
|
formal
🇪🇸 The damages caused by negligence are liable for compensation.
🇬🇷 Οι ζημιές που έχουν προκαλέσει η αμέλεια είναι επιλέξιμες για αποζημίωση.
🇪🇸 He was held responsible for the injuries caused by his actions.
🇬🇷 Τον κατέστησαν υπεύθυνο για τους τραυματισμούς που προκλήθηκαν από τις ενέργειές του.
|
legal | |
|
común
🇪🇸 The accident caused by the slippery floor was frightening.
🇬🇷 Το ατύχημα που προκλήθηκε από το γλιστερό πάτωμα ήταν τρομακτικό.
🇪🇸 The delay caused by traffic was frustrating.
🇬🇷 Η καθυστέρηση που προκλήθηκε από την κυκλοφορία ήταν απογοητευτική.
|
uso cotidiano |