boot Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
μπότα
común
🇪🇸 Me compré unas botas nuevas
🇬🇷 Έχω αγοράσει καινούριες μπότες
|
uso cotidiano | |
|
παπούτσι
común
🇪🇸 Las botas son importantes en el invierno
🇬🇷 Τα παπούτσια είναι σημαντικά το χειμώνα
|
formal | |
|
καθίσματα αποσκευών
raro
🇪🇸 La bota del coche contiene los equipajes
🇬🇷 Ο χώρος αποσκευών του αυτοκινήτου περιέχει τις αποσκευές
|
técnico | |
|
boot
raro
🇪🇸 He hit the boot of the car
🇬🇷 Χτύπησε το πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου
|
jerga |